- κορυβαντιασμός
- κορυβαντιασμός και κορυβαντισμός, ὁ (Α) [κορυβαντιώ]φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων («αὐλός... οἷον ἔκφρονας καὶ κορυβαντιασμοῡ πλήρεις ἀποτελεῑ», Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κορυβαντιασμοῦ — Κορυβαντιασμός Corybantic frenzy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυβαντιασμούς — Κορυβαντιασμός Corybantic frenzy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORYBANTIASMUS — Graece Κορυβαντιασμὸς, morbi genus, quam πηκτὸν ἀνάγκην vocat Orpheus, in Thymiamate Corybantum, Κλῦθι μάκαρ Φωνῶν, χαλεπὴν δ᾿ ἀποπέμπεο μῆνιν, Παύων Φαντασίας ψυχρᾶς εν πηκτοῦ ἀνάγκης. In eo morbo phantasmata et imagines oculis obversantur, et… … Hofmann J. Lexicon universale